< 1 ἐμβροχή
ἐμβρόχημα >
2 ἐμβροχή
,
-ῆς, ἡ
nudo corredizo
ἀπηγχόνησά τε αὐτὸν καὶ παρέλυσα τῆς ἐμβροχῆς
Luc.
Lex
.11; cf. βρόχος.